σύντριμμα

σύντριμμα
4938 σύντριμμα
{сущ., 1}
разрушение (Рим. 3:16).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σύντριμμα" в других словарях:

  • σύντριμμα — fracture neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύντριμμα — το, ΝΑ [συντρίβω] νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού συντρίβω, καθετί το θρυμματισμένο, το σπασμένο σε μικρά τεμάχια, ερείπιο («το σκάφος είχε καταντήσει σύντριμμα») 2. καθένα από τα κομμάτια σπασμένου αντικειμένου, θραύσμα, συντρίμμι («τα συντρίμματα… …   Dictionary of Greek

  • σύντριμμα — το, ατος και συντρίμμι, το 1. θραύσμα, κομμάτι: Έπεσε το πιάτο από τα χέρια του κι έγινε συντρίμμια. 2. ερείπιο: Συντρίμμια του αρχαίου ναού. 3. ψυχικό ερείπιο: Με έκανες συντρίμματα. – Έγινε συντρίμμι από τη συμφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντριμμάτων — σύντριμμα fracture neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρίμμασι — σύντριμμα fracture neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρίμμασιν — σύντριμμα fracture neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρίμματα — σύντριμμα fracture neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρίμματι — σύντριμμα fracture neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρίμματος — σύντριμμα fracture neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντρίμμι — το, Ν 1. θραύσμα, σύντριμμα 2. μτφ. (για πρόσ.) ψυχικό ή σωματικό ερείπιο («τόν έκανε συντρίμμι ο αιφνίδιος θάνατος τού πατέρα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύντριμμα, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *συντρίμμιον] …   Dictionary of Greek

  • сотрение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. συντριβή) сокрушение (Иер. 4, 6); (συντριμμός)… …   Словарь церковнославянского языка


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»